- εξυπακούομαι
- υπονοούμαι, δεν αναφέρομαι ρητώς.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. < εξ + υπό + ακούομαι μαρτυρείται από το 1860 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τού Κωνστ. Βαρβάτη. Το ρ. στο γ' πρόσ. εξυπακούεται είναι απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. επίθ. sous-entendu < sous-entendre «υπαινίσσομαι, υπονοώ»)].
Dictionary of Greek. 2013.