εξυπακούομαι

εξυπακούομαι
υπονοούμαι, δεν αναφέρομαι ρητώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. < εξ + υπό + ακούομαι μαρτυρείται από το 1860 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τού Κωνστ. Βαρβάτη. Το ρ. στο γ' πρόσ. εξυπακούεται είναι απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. επίθ. sous-entendu < sous-entendre «υπαινίσσομαι, υπονοώ»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εξυπακούομαι — αμτβ. (ιδίως στο γ εν. και πληθ. πρόσωπο ενεστ. και πρτ.), υπονοούμαι χωρίς να αναφέρομαι ρητά: Εξυπακούεται ότι θα πληρώσεις για να το πάρεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπονοώ — ὑπονοῶ, έω, ΝΑ [νοῶ] νεοελλ. 1. εκφράζω με έμμεσο ή συγκεκαλυμμένο τρόπο, υποδηλώνω, υπαινίσσομαι («δεν ξέρω τί υπονοούσε με όσα είπε προηγουμένως») 2. (μεσοπαθ.) υπονοούμαι δεν λέγομαι ρητώς, εξυπακούομαι, είμαι αυτονόητος 3. (το ουδ. μτχ. παθ.… …   Dictionary of Greek

  • υπονοώ — υπονόησα, υπονοήθηκα 1. υποδηλώνω κάτι έμμεσα χωρίς να το λέω ρητά, εκφράζω κάτι συγκαλυμμένα: Ο ποιητής υπονοεί σ αυτό το ποίημα κάτι άλλο. 2. το μέσ., υπονοούμαι δε λέγομαι ρητά, αλλά εξυπακούομαι, είμαι αυτονόητος: Αυτό υπονοείται. 3. το ουδ.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”